ξεσκάλισμα

ξεσκάλισμα
το, -ατος
ανακίνηση παλιών υποθέσεων, ανασκάλεμα: Δε συμφέρει το ξεσκάλισμα αυτής της υπόθεσης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεσκάλισμα — το [ξεσκαλίζω] 1. το σκάλισμα γύρω από τη ρίζα φυτού 2. ανακίνηση, ανασκάλεμα πραγμάτων για την εξεύρεση χαμένου αντικειμένου 3. η εκ νέου διερεύνηση ενός ζητήματος, ανακίνηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”